τζαγκάριος

τζαγκάριος
ὁ, Μ
βλ. τζαγγάριος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • τζαγκάριος — maker of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τζαγγάριος — Ο υποδηματοποιός. Βυζαντινός όρος που αναφερόταν σε κάθε είδους κατασκευαστή υποδημάτων. Ο δρόμος όπου βρίσκονταν τα καταστήματά τους στην Κωνσταντινούπολη ονομαζόνταν τζαγγάρια. Προέρχεται από τη λέξη Τζαγγία, που σήμαινε ψηλά υποδήματα τα οποία …   Dictionary of Greek

  • τσανγάριος — ὁ, Μ βλ. τζαγκάριος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”